Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



παγούρι, το


Ερμηνεία:

 [του παγουριού, τα παγούρια, των παγουριών (μικρό φορητό υδροδοχείο, που χρησιμοποιούν οι οδηπόροι, κυνηγοί, στρατιώτες, κλπ., το οποίο ή διατηρεί δροσερό το νερό ή εύκολα μπορεί να τοποθετηθεί σε μια πηγή ψύχουςκαι το νερό να γίνει δροσερό)]



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων. Παγούριον < Αριστοφάνης πάγουρος (είδος κάβουρα) < πάγος (βράχος, πετρώδης λόφος, κάθε τι το πηχτό) + ουρά ]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… … Ἔβαλεν εις την πηγήνδιανα κρυολογήση, το παγούρι με το ρακί.. [Άσπρη σαν το χιόνι].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: